δωματιο με θεα


απο τα ξημερωματα ο ανεμος παρασερνει τα συννεφα σ'ενα ξεφρενο χορο....η βροχη,που και που, δινει το δικο της ρυθμο.....
..μυρισε για λιγο φθινοπωρο.....
(trois gnossiennes-lent απο το συγκροτημα των human touch και το αλμουμ τους movin')

Comments

Anonymous said…
tha arese kai ston satie.
πολυ ωραιο το blog λιγο ποιητικο θα φταιει ο Στρυμώνας...
ελπιζω να τα λεμε...
Anonymous said…
Η ζωή μας θέλει και λίγο γέλιο. Γελάστε λοιπόν,ή καλλίτερα χαμογελάστε,ή απλά διασκεδάστε,η μόνο θαυμάστε- γιατί κάτι απ’ όλα θα κάνετε.





Γιώργη Χολιαστού
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΕΡΜΑ


Ο προπάππος μας Αδάμ
και η προγιαγιά μας Εύα
τζάμπα νάνι τζάμπα μαμ
και καθόλου δε δουλεύαν.

Ξάπλα βράδυ και πρωί
ζούσαν όμορφη ζωή.
Δίχως κόπους και ιδρώτα
πέρναγαν ζωή και κόττα.

Και δεν πλήρωναν ΟTΕ
δεν πληρώναν εφορία
κι ούτε είχανε ποτέ
με δοσάδες φασαρία-

με αγγέλους συντροφιά
και με το θεό παρέα
όλαα ήτανε καλά
κι όλα ήτανε ωραία.

Ώσπου η Εύα βιαστική
στον Αδάμ πάει μια μέρα
που τον φρέσκο του εκεί
κάπου έπαιρνε αέρα

και κραδαίνοντας σφιχτά
μες στο χέρι ένα ξύλο
στο κεφάλι τον χτυπά
και του λέει: «θέλω μήλο!»

«Βρε καλή μου-βρε χρυσή
τι κουβέντα ειν' αυτή
κι έτσι άξαφνα πώς σου 'ρθε;
κι από ποιόνε; κι από πούθε;

ξέρεις τι ο κραταιός
μας εδιάταξε ο θεός:
τ' άλλα δέντρα να τρυγάμε
αλλά μήλο να μη φάμε».

«Ξέρω τι μας έχει πει
μα εγώ έμαθ' ακόμα
το γιατί τέτια εντολή
του 'χει βγει από το στόμα-

είναι γιατί αν γευτούμε
από κείνο τον καρπό
σαν και κείνον θα γινούμε-
δηλαδή θεοί: γι αυτό!’».

«Τι ιδέα μα το ναι..
ποιος σου το 'πε αυτό μωρέ;
ζώο θα 'λεγα πως θα 'ναι'
μα τα ζώα δε μιλάνε...»

«Να που έγινε κι αυτό
και μου μίλησ' ένα ήδη-
το μεγάλο μυστικό
μου το σφύριξε το φίδι».

«Τι απρόσμενο κακό
είναι τούτο που ακώ!
ένα φίδι να τολμάει
στους ανθρώπους να μιλάει...

και γιατί παρακαλώ;
για να βάλει στο μυαλό
μιας κουτής 'όπως εσένα
λόγια ψεύτικα ένα ένα...

τι θα γίνω εγώ με σε;
ρε Ευάκι άκου και ’μέ-
ο θεός όταν το μάθει
θα μας δώσει χίλια πάθη..»

«Συ θα πεις εμέ κουτή;
άρπα' τη λοιπόν κι αυτή!»
και το ξύλο που κρατάει
στο κεφάλι του το σπάει.

«Και να ξέρεις-μήλο εγώ
θες δε θέλεις θα γευτώ:
στο μυαλό μου ό,τι βάνω
δε 'συχάζω αν δεν το κάνω'

όμως συ ’σαι ο κουτός'
γιατί ακόμα κι αν ο θεός
θέλει να μας τιμωρήσει
γι αυτό που 'χουμε τολμήσει

δε θα το μπορεί αφού
θα 'μαστε θεοί βρε ζώο!..»
«Τι ξερό κεφάλι! φτου!
Φάει συ-εγώ δεν τρώω!»

Έτσι είπε ο φτωχός.
Όμως έφαγε κι αυτός.
Κι ο θεός απ' το πανώριο
τους κυνήγησε φυτώριο.

Η συνέχεια είναι γνωστή:
μια ζωή μόχθου μεστή
και ταλαιπωριών περνουνε
έκτοτε όσοι ανθρώποι ζούνε.

Κι από τότε όλες κρατάνε
οι γυναίκες ένα ξύλο
και τους άντρες τους χτυπάνε'
κι αντίς φίδι, έχουν φίλο.


George Holiastos
















[-Φεύγω. Μου τα πήρατε όλα. Μου έμειναν αυτοί οι στίχοι. Σας τους δίνω-και τι άλλο να τους έκανα;-και τι θα τους κάνετε και σείς;...

-Άλλους στίχους μου και πεζά θα βρείτε στα blogs:
α. http://mikramonoprakta.blogspot.com (θεατρικά πεζά),
β. http://fanatikossoylakierota.blogspot,com (εύθυμα,σατιρικά και όμοια, έμμετρα ή πεζά)
γ. http://denezhsa.blogspot.com (για την αγαπημένη-την κυρία Ρωρερκάρ),
δ. http://paradeisoscovello.blogspot.com (για τη Ντόρα,τη Scherry και άλλα θηλυκά),
ε. http://euagapos,blogspot.com (έμμετρα θεατρικά)
στ.http://dpkdpk.blogspot.com (ποιήματα)

-Τα blogs θα συμπληρώνονται συνέχεια ώσπου να γράψω όλα όσα έχω και να μείνα άδειος και ανίκανος πια να χειριστώ τον κομπιούτερ μου.

-Σύντομα θα προστεθεί κι άλλο blog ή και άλλα blogs με ανάλογο περιεχόμενο)

-Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα γραφτά μου, αρκεί να αναφερθείτε και στην πατρότητά τους]











ΤΡΙΤΟΓΕΝΕΙΑ

Copyright PAu 2-024-743

Γιώργης Χολιαστός






ΟΛΟΛΥΖΕΙΝ

"Άχου! Οι χαμένες μας πατρίδες!
Άχου! Οι χαμένες μας ζωές!"

Λες και τις πατρίδες τις είχαμε αποθέσει
σαν κύπελλα
πάνω σε γυμνές κοιλιές γυναικών
που γελώντας τα χύνουν..
ή πως τις παίρναμε στο κρεββάτι μας όταν κοιμόμασταν-
μα μήπως και τότε θα 'ταν δικές μας;




ΤΑ ΧΑΡΤΑΚΙΑ

Ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια
που έβγαλε σωρό από την τσάντα.

Άσπρη ανάμεσα στις κόκκινες καρέκλες και σοβαρή
ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια.

Το BREAKFAST διπλωμένο πάνω στο τραπέζι
κι αυτή έβαζε σε τάξη τα χαρτιά.

Όταν τελείωσε ήρθ' ένας εξηντάρης
κοκκινοπρόσωπος, μ' ένα καφφέ ριγέ κουστούμι
κρατώντας στο 'να χέρι τον καφφέ
και τ' άλλο έχοντάς το μες στην τσέπη
και την πήρε.





ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Ασ' τα παράθυρ' ανοιχτά.
Μέσα κανείς δε θα 'δει.
Ο σκύλος έξω ας αλυχτά
μέσα τ' αηδόνι ας άδει.

Έξω σκοτάδια είναι πηχτά
κι εδώ το φως πλαντάζει'
μ' ασ' τα παράθυρ' ανοιχτά
κανείς δε μας κυττάζει.

Οι άνθρωπ' είναι βιαστικοί
και δεν τους μένει ώρα
ν' αργοπορούν εδώ κι εκεί
με φώτα χρονοβόρα.

Άνοιξε διάπλατα λοιπόν.
'ο σαρκοβόρο σμάρι
έξω ας βοά μαύρων γυπών'
ας λάμνουν μέσα γλάροι'

έργα έχουν άλλα σοβαρά
οι άνθρωποι να πράξουν-
'σύχασε' ούτε μια φορά
εδώ δε θα κυττάξουν.

Στο τέλος κάποιος κι αν δειλά
το βλέμμα εδώ γυρίσει
κι ό,τι να δει,ξέρεις καλά
πως δε θα εννοήσει.





ΤΟ ΑΤΥΧΟ


Είχε ανοίξει ένα μαγαζί
κι αυτό πήρε φωτιά' μαζί
κάηκαν όλα τα λεφτά του
που είχε πάντοτε κοντά του.

Αυτό στα εικοσιδύο του'
μετά πήρε απ΄ το θείο του
δάνειο χιλιάδες εκατό
κι άνοιξε άλλο' μα κι αυτό

έπεσε έξω' διόλου δουλειά.
Και το 'κλεισε. Ύστερα πουλιά
με κάποιον άλλον επουλούσε
όμως ο άλλος τον γελούσε.

Κάτι ψευτοεπαγγέλματα
κάτι ύποπτα μπερδέματα
εκαταπιάστηκε μετά
όμως δεν έβγαζε αρκετά'

τώρα σαράντα ετών φυτοζωεί'
πώς να την πεις αυτή ζωή..
και μια κυρά που 'χε γνωρίσει
τώρα κι αυτή τον έχει αφήσει.

Ο κύκλος φαίνεται έκλεισε'
λίγο νωρίς αλλά έκλεισε.
Άνοδο πλέον δεν καρτερεί
αυτό το άτυχο παιδί.





ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ


Και πια δεν ξέρουν τι να κάνουν
και τι τεχνάσματα να επινοήσουν
και κάνουνε τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα
λιγάκι μόνο αλλάζοντας κάθε φορά
τις λέξεις,τις κινήσεις,τις εκφράσεις.

Οι άλλοι πάλι χειροκροτούν
σαν να 'τανε το θέαμα κάτι νέο'
και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν
και γράφουν κριτικές επωφελείς,
και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν
κι εκφράζουν "ανυπόκριτον χαράν"
και λεν: "αυτή
ήτο μια νέα ερμηνεία τω όντι"
και το επαινούν και το αινούν και το θαυμάζουν
γιατί τι άλλο να 'καναν
και πώς να πούνε
πως ολ' αυτά είναι μια άρνηση κι ένα κενό
που τότε το κενό θα 'παιρν' εκδίκηση
αποκαλύπτοντας αυτοστιγμεί
πως ούτε η τέχνη είναι καταφύγιο.




ΟΙ ΦΙΛΟΙ


"Τους φίλους τους μικρούς θα παραιτήσω
και συντροφιές μεγάλες θα 'βρω-
στο νουν και στην ευγένειαν και στα ήθη-
κι εις το εξής μ' ομοίους μου και μόνο θα μιλώ"-
έτσι σκεπτόταν,έτσι επάσκιζε
έτσι του 'πρεπε πραγματικά.
Μα όταν έφθανε της μοναξιάς το χάος
εις φίλους έτρεχε μικρούς να το πληρώσουν'
και τα κοινότατα άρχιζαν-
οι γυναίκες
τα χαρτιά.

Αυτούς τους φίλους τότε τους ευγνωμονούσε'
καλά που βρίσκονταν κι αυτοί-
στις τέτιες του στιγμές
ποιος θα τον δέχονταν
μεγάλος..






ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439

"Πόσο μας κούρασαν κι αυτοί οι Λατίνοι..
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας:εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η αξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!

Τίποτα αυτοί.Ανυποχώρητοι.

Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με το Μουράτ απέξω από την Πόλη;

Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμαασταν..και συσκεφτόμασταν..
(κουράστηκα στο τέλος).

Και φύγαμε ατιμασμένοι απ' τη Φερράρα-
υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν..

Όμως στην -όλη σαν ξαναβρεθήκαμε,
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι ξι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ΄τους παλιο-Λατίνους".







ΞΑΝΑ


Είχε δυο χρόνια να τη δει.
Είχε δυο χρόνια να τον δει.

Τυχαία συναντήθηκαν.

Εκείκάποιον άλλον εσυνόδευε.
Εκείνος κάποιαν άλλη κουβαλούσε.

Στη μνήμη των οι νύκτες ήλθαν
οι ατελείωτες
που πέρασαν μαζί
αναλλοίωτες.

Τους διώξαν και τους δυο το ίδιο βράδυ
κι ενώθηκαν ξανά το ίδιο βράδυ.





ΤΟ ΚΕΡΙ


Θα πήγαινε ν' ανάψει ένα κερί.
Το ύφος του θα διόρθωνε εις συντετριμμένον
με βήματα μικρά θα έμπαινε, διστακτικά
και με σκυφτό κεφάλι.
Θα έκανε μια κίνησιν φιλήματος
προς την εικόνα-
όμως χωρίς να ακουμπήσει στο γυαλί-
μετά δυο τρία βήματα οπίσω
κάνοντας ταυτοχρόνως το σημείον του σταυρού.

Ύστερα ήταν το κερί' για να τ' ανάψει
σήκωμα του κεφαλιού (να μην καούμε κιόλας),
στερέωσις του κεριού στο μανουάλι
κι υπόκλισις μετρία προς το ιερόν.
Σ' αυτή τη στάση πέντε ως δέκα δευτερόλεπτα
με το σιαγόνι ν' ακουμπά στο στέρνον
κι ύστερα έξοδος ως είχε μπει-
αθορύβως.


Μα το κυριότερο είναι το πρόσωπο να κρύβονταν.
Α! Να! Θα πήγαινε την ώρα
που το σκοτάδι πέφτει λίγο λίγο
ενώ τα φώτα δεν ανάβουνε ακόμα'
στο μισοσκόταδο
το πρόσωπο σχεδόν καθόλου δε θα φαίνονταν.






ΕΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ


Εγνώρισα το θάνατο μέσα
στο ποδοβολητό των σπίνων του Ιουνίου.
Εγνώρισα το θάνατο
στις κρύες νύχτες του χειμώνα
στις ζεστές μέσα νύχτες του καλοκαιριού.
Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στα πράσινα φύτρα των πρώτων σκίνων
μέσα στα μάτια πληγωμένου ελαφιού
μέσα σε καλοκαίρια ολόκληρα βουτηγμένα σε άσκοπον ιδρώτα'
μέσα σε νερά γαλήνια,νύχτα ανάστερη
το σοβαρό και αμέτοχο πρόσωπό του μου γελούσε.

Εγνώρισα το θάνατο
στα επιφωνήματα των άστρων όταν πέφτουν
στο κρυφομίλημα παρθένων
στο γέλιο των πορνών.
κατω από λέξεις χωματένιες
βαριές ακόμα από σίδερο και ιλύν
εγνώρισα το θάνατο.

Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στου πέπλου της σιωπής τις παχιές δίπλες'
μέσα στην άτολμην οργή και την αμηχανία'
μέσα στην πλήρη επάρσεως άρνηση'
στην τυφλή μέσα κατάφαση και την υπακοή.

Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στων αηδονιών το γλυκολάλημα
μες στην καρδιά και μέσα μέσα
στις έλικες τις ευφυείς του εγκεφάλου.
Μέσα κι ανάμεσα σε δυο κορμιά αγκαλιασμένα
εγνώρισα το θάνατο.

Εγνώρισα το θάνατο μέσα στο μέγα άδειο
της ώρας που ο ύπνος του μεσημεριού χωρίζει από το σώμα.

Μες στων παιδιών το βύζαγμα-στο δέσιμο χειλιών και ρόγας
εγνώρισα το θάνατο.








ΝΑ ΤΑ ΦΥΛΑΤΕ


Όταν δείτ' ένα κομμένο
άνθος κάτω πεταμένο
μη καλοί μου το πατήστε
κι ούτε κάτω να τ' αφήστε.

Και τα δυο τα χέρι' απλώστε
στοργικά να το σηκώστε
και να το 'χετε μαζί σας
σα χαρά και σα γιορτή σας.

Κι αν σας βρουν κακές ημέρες
κι αν η βάρκα βγει σε ξέρες
κι αν σας θλίβουν όλοι οι τόποι
κι αν σας διώχνουν οι ανθρώποι

τότε βγάλτε και μυρίστε
το λουλούδι-θ' απορείστε
πώς λησμόνια και γαλήνη
εν' ανθάκι τόση δίνει.

Και οι πόνοι σας θα γιάνουν
και οι θλίψες θα μαράνουν
και θα γίνουν ευωχία
τ' άσημά σας τα ψιχία.

Σημασία λίγη δώστε
κι ό,τι λέω φίλοι νιώστε:
τα λουλούδια μην πετάτε-
την ψυχή να τα φυλάτε.




ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ


-Σύννεφο συννεφάκι μικρούλι,λευκωπό
πώς βρέθηκες μονάχο στο γαλανό ουρανό;
Και πας με τ' αγεράκι που πνέει απαλό
και μια φτερά αγγέλου θυμίζεις,μια σταυρό'
Γωνιά καμμιά δεν έχεις-σκιά για να σταθείς
ο ήλιος θα σε κάψει-θα σβύσεις-θα χαθείς.

-Αφού εν' αδέρφι βρήκα στης γης την απλωσιά
χαρά δε θέλω άλλη-δε θέλω άλλη δροσιά.
Και τόπο αν κανένα δε θα 'βρω να σταθώ
κι αν σβύσω,κι αν διαλύσω,ποτέ δε θα χαθώ:
η έγνια στη φωνή σου κι η ζέστα στη ματιά
παντοτινή μου ασπίδα στου χρόνου τα σπαθιά.






ΞΕΡΡΙΖΩΜΕΝΟΙ

Αρίζωτοι στη νέα κι απ' την παλιά τους
πατρίδα ολοσχερώς ξερριζωμένοι
χαμένοι,με χαμένη τη χαρά τους
περνούν οι μετανάστες εις την ξένη'

Και κάνουν συγκεντρώσεις οι καϋμένοι
και λεν: "η αγαπημένη μας πατρίδα"-
όμως πολύ δεν είναι αγαπημένη
κι όλο λιγότερο είναι πατρίδα.





ΕΝΟΣ ΓΥΜΝΟΥ


Η λερή επιφάνεια του τραπεζιού θυμίζει
πως κάποτε τρώγαν πάνω του.
Διακρίνω τον κύκλο του ποτηριού
τον κύκλο του ζεστού καρβελιού
και τον κύκλο ενός γυμνού κορμιού-
πρέπει να 'ναι της εξαδέλφης
που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα.







ΤΑ ΓΓΡΕΜΙΣΜΕΝΑ


Έπιπλα δεν είχε το δωμάτιο
και όσο να πεις
ένα τραπέζι
απαραιτήτως χρειάζονταν'

Δε θα 'τρωγε καλά για λίγες μέρες
το κάπνισμα θα εμετρίαζε
το φως νωρίς θα το 'σβυνε
λίγο από δω-λίγο από κει
θα τα κατάφερνε στο τέλος.

Και όχι πολυτέλειες.
Δεν ήθελε
ξύλο καλό' ούτε μορφήν και στυλ θα εκυττούσε-
ένα απλό τραπέζι'
λίγο γυαλιστερό μόνο στην επιφάνεια
και κάπως,όσο γίνονταν
τα πόδια του κομψά
(μπορεί να το 'ντυνε και με χαρτί'
έτσι κι η φθήνεια του θα κρύβονταν
και τακτικός θα έλεγαν πως είναι).

Τώρα θα πεις:
μεγάλη ανάγκη ήταν το τραπέζι;
Ανάγκη όχι,μα είναι κάποια συντροφιά.Μετά
κάποιος μπορεί ναρχόνταν
και την κατάντια του να δει δε θ' ανεχόνταν
Και τέλος είναι κάτι όρθιο
μέσα σε τόσα γκρεμισμένα.







Η ΜΟΥΣΙΚΟΥΛΑ


Όταν το σούρουπο μεστώνει
και πριν ακόμα γίνει βράδυ
τις θείες νότες της απλώνει
μια μουσική γλυκειά σα χάδι.

Πέφτει απαλά σαν τη δροσούλα
μες στη σιωπή της γειτονιάς μου
όπως ανέγγιχτη νυφούλα
σε γιορτινό κρεββάτι γάμου.

Και με τρυπά σα νοσταλγία
και με πονεί σαν ερωμένη
η μαγική της μελωδία
που στον αέρα είναι χυμένη.

Μήπως του Πάνα η φλογέρα
και του Απόλλωνα η λύρα
ξεπροβοδίζουν την ημέρα
χαρίζοντάς της τέτια μύρα;

Μήπως σε με που δε με ξέρει
τη θαλπωρή από το θέρο
και τη γαλήνη από τ' αστέρι
στέλν' η καλή που δεν την ξέρω;

Ή μην ο αγέρας απ' τα μάκρη
σοφός ως έρχεται του κόσμου
του ταξιδέματος το δάκρυ
και τη χαρά σταλάζει εντός μου;

Α! Του σπανίου τους του κάλλους
γνώστες δεν ειν' αυτοί οι ήχοι-
από ποιητές φύγαν μεγάλους
κι ήρθαν σε με να γίνουν στίχοι.





ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ' ατσαλένια
και με το χέρι εχάϊδεψε τ' ατσάλινά του γένια'
Τ' όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.

Κι ως το 'δε ο γίγας τ' ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσ' η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ' του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.





ΝΑ ΧΩΡΙΖΟΥΝ

Του χωρισμού των έφθασεν η μέρα.
Αδύνατον να πάνε παραπέρα'
το έιωθαν καλά-το τέλος είχε φθάσει.

Χωρίσανε το βράδυ με αοριστίες
για τη συνάντησιν την επομένην
"τηλέφωνο θα πάρω κάποια μέρα.."
"θα περιμένω-ναι-εξάπαντος.."

Μα ήξεραν πως έλεγαν κενά-
ούτε αυτός θα έπαιρνε,ουτ' εκείνη
στ΄ ακουστικό θ' ανέμενε όπως πρώτα.

Είναι μια μέθοδος καλή κι αυτή
γι ανθρώπους ευαισθήτους
να χωρίζουν.





ΟΤΑΝ


Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού το δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς ακόμα να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι
για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.

Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ' αφήνουνε να μένεις.

Για δίκαιο μη μιλήσεις-
για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στη μάχη'
τα τέτια σβύστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τονε θυμώσει τον εχθρόν που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.

Και ξέρεις δα οι νικητές
τι εύκολα θυμώνουν.




ΟΙ ΑΣΧΗΜΕΣ


Στις άσχημες γυναίκες που η μοίρα
τους όρισεν αγέλαστη μια ζήση-
που μένουν τα όνειρά τους πάντα στείρα
κι ο ήλιος τους γνωρίζει μόνο δύση'

στις άσχημες γυναίκες που τον πόνο
για σύντροφο πιστό τους έχουν πάντα-
στις άσχημες γυναίκες αφιερώνω
αυτή τη λυπημένη τη μπαλλάντα.

Σ' αυτές κανείς δε στέλνει ωραία δώρα
και ποιήματα θερμά κανείς δε γράφει.
Φορέματα γι αυτές δε φτιάχν' η μόδα
κι ειν' άφωτοι τα μάτια τους δυο τάφοι.

Ο πόθος τις θερίζει κάθε βράδυ'
προσεύχονται για έστω μια θωπεία
ελπίζουν όμως άδικα-το χάδι
γι αυτές το ερωτικό μια ουτοπία.

Παράσιτα που ζουν λησμονημένα
σ' ανθένιο μοσχομύριστο φυτώριο'
γράμματα με βιασύνη στριμωγμένα
σε κάποιου τετραδίου το περιθώριο.

Μπροστά τους ξεχωρίζουνε δυο δρόμοι:
αυτός της θλιβερής κι ανούσιας ζήσης
μακριά από τους ανθρώπους και ακόμη
μακριά 'π' του έρωτα τις συγκινήσεις

κι εκείνος της πικρής της επαιτείας
για χάδια που ποτέ τους δε θα βρούνε
ενώ τα σιγανά της ειρωνίας
τα γέλια,μες στ' αυτιά τους θα ηχούνε.

Ανέραστες και φρούδες ερωμένες
μια κρύα σαν τις άλλες θα πεθάνουν
νυχτιά,με τις παλάμες απλωμένες
προς έναν ουρανό που δε τον φτάνουν.

Και πάνε στην αφάνεια και στη λήθη-
κανένας μια κυρία δε θυμάται
που μόνη στη ζωή της εκοιμήθη
καθώς και τώρα αξύπνητα κοιμάται.

Αυτά τα λίγα λόγια τα θλιμμένα
στις άσχημες γυναίκες αφιερώνω'
κι ας μη σκεφτούνε άδικα για μένα-
κι εγώ στον ίδιο πόνο αργολυώνω.

Κι αφού δεν τους εχάρισαν για δώρα
οι θείοι ποιητές αθάνατα έπη
οι άσχημες γυναίκες θα 'χουν τώρα
την άσχημη μπαλλάντα που τους πρέπει.




ΝΑ ΦΟΒΗΘΟΥΝ


Το πλοίον τρέχει απτόητον απ' τα κύματα.
Η θάλασσα ας γυρεύει θύματα-
είναι καλά τριγύρω φυλαγμένο
με σίδερα φτιαγμένο.

Ο πλοίαρχος φλυαρεί με μια κυρίαν'
οι ναύτες τραγουδούν στην πρύμνη
κι οι επιβάτες κάτω διασκεδάζουν .
Μ' αυτό το πλοίον τίποτα δεν έχουν
να φοβηθούν-
είναι καλά τριγύρω φυλαγμένο
με σίδερα φτιαγμένο.





ΣΤΑΡΙ ΣΤΟ ΣΑΚΚΙ

Τόσο πολλά είναι μέσα στο μικρό χώρο
και τρόσο κοντά τρο 'να στ' άλλο.τα πριν
τόσο απλωμένα,που,ασυνήθιστα σ' αυτό
ασφυκτιούν.Η μέσα τους ζωή
πιεσμένη έτσι,κινδυνεύει
όλη κλείσιμο να γίνει και υπομονή.

Ν' αγαπιούνται,όμως,έμαθαν εκεί,
χωρίς υπεκφυγές'αλλιώς
θα ξέφευγαν από την ηρεμία του κέντρου τους,
και θα έμεναν χωρίς ελπίδα,κάποτε,
σε πεδίο πλατύ να ριχτούνε,
και με της γης την ευλογία,το πράσινο,
που τώρα σαν σε όνειρο κατέχουν,
να φανερώσουν.


Η ΔΡΟΣΙΑ


Η δροσούλα την αυγή-
η καλή δροσιά
μες στη γειτονιά
στάλα στάλα πέφτει.

Μη της παίρνεις τη ζωή
όταν περπατάς-
μη τηνε πατάς
κόσμε δροσοκλέφτη



ΜΙΚΡΟ ΠΟΙΗΜΑ

Πάνω στο γράμμα γράμμα
το πρώτο θα σβυστεί'
Πάνω στο θάμα θάμα
το 'να θα ξεχαστεί.

Πάνω στον πόνο πόνος
πα 'στον καϋμό καϋμός
διπλά μετράει ο πόνος
διπλά μετρά ο καϋμός.




Η ΠΡΩΤΗ

Απάνω στο βιβλίο μου
κθώς καθόμουνα στο ηλιοστάσι
μια μύγα ήρθε να διαβάσει.

Τα πόδια της ελύγισε
και 'στάθη λίγο έτσι διπλωμένη
στο διάβασμά της ξεχασμένη.

Κατόπι εσηκώθηκε
και το σοφό της ξύνοντας κεφάλι
"θεέ μου",είπε,"τέτιο χάλι

ποτέ δεν το περίμενα:
οι άνθρωποι μοχθούν να μάθουν ό,τι
για μας η γνώση ήταν η πρώτη".





ΜΟΛΥΒΙ

Ξέρω:σε λίγο θα ροδίσεις τα σύννεφα
κι σ' όλα γύρω σου ένα πορτοκαλλί θα δώσεις χρώμα.
Ύστερα κόκκινο,πιο κόκκινο,
που λίγο λίγο αναιμικά θ' αδυνατίζει,
κι όταν τελείως πια θα 'χεις βυθιστεί
ένα μολυβί βαρύ.

Και ξέρω,
τ' άλλο πρωί τα ίδια τώρα ανάποδα θα κάνεις
καθώς θα 'ρχεσαι:
μολυβί,κόκκινο,πορτοκαλλί,
και πια άσπρο-αυτό το ανήλεο
εξονυχιστικ;ά ερευνητικό
παμφάγο άσπρο.

Και κάθε μέρα πάλι τα ίδια..και τα ίδια..και τα ίδια..
Ίδιες ιδέες,ίδιες εικασίες,ίδια πράγματα.

Σε βαρέθηκα ήλιε.




ΠΑΡΑΞΕΝΟ

"Αντίθετα από σε
εγώ έχω εμορφιάν
το σώμα όπως πρέπει καμωμένο
στα μέλη συμμετρίαν
και πρόσωπον ηδύ'
πράξενο το βλέπω
το αγόρι το δικό μου να τραβήξεις".

"Κι αν έχεις ομορφιάν
και πρόσωπον ηδύ
για την αγάπην είσαι
ένα μικρό παιδί-
δεν έχεις κοιμηθεί
όπως εγώ με τόσους
και ποιος θα σου την μάθει
του έρωτα την τέχνην;"







ΘΥΜΑΤΑΙ

Ερώτων παρανόμων ιστορίες
μακριά 'π' την κλίνην την συζυγικήν
θυμάται.
τότε που νέα ήταν και την πρόσεχαν
και μέρα βαρετή καμιά δεν είχε.

(τι αλλαγαί κλινών! τι αλλαγαί σωμάτων!
τι πανδαισία μεθυόντων αρωμάτων!)

Και τώρα να πού έφθασε: έναν αλήτη έχει
κι αυτόν με δυσκολία τον κρατεί.







ΤΟ ΤΩΡΑ

Σκόνη χρυσή που κάθοντας
πάνω στα περασμένα
δίνεις το κάλλος στ' άσχημα
τη γεια στα πονεμένα'

που δίνεις πλούτο στα φτωχά
δίνεις στα γκρίζα χρώμα
και μέλι κάνεις γκυκερό
κάθε πικρό μας πιόμα'

σκόνη χρυσή που απόμεινες
η μόνη μας ελπίδα
έλα σε μας-το άπατο
του χρόνου ρυάκι πήδα

και μείνε μέσα στο Παρόν
τα μαγικά σου δώρα
ανάγκη έχει όχι το Χτες
μα πιο πολύ το Τώρα.






ΘΑ ΚΟΠΕΙ

Πατά γυμνός σε πετρώδη εδάφη
μακριά 'πο ήλιου φως
και κύκλους μέσα στο σκότος γράφει
σαν λύκος μοναχός.

Οσμήν εχάρισε μόνο η φύση
στο σώμα το σκυφτό
και όπου κάπου του Έρωτ' ανθίσει
το ρόδο το γλυκό

ταχύς πετά ο πανικός της Αγάπης
σαν σκότους αστραπή
και πριν χαρεί δροσιά ο διαβάτης
το άνθος θα κοπεί.




ΦΟΡΩΝΤΑΣ


Φορώντας το πράσινο
φορώντας το κίτρινο
φορώντας το μπλε
μας κόπιασες Άνοιξη.

Σαν νύμφη χορεύοντας
σαν κόρη ερωτεύοντας
σαν νια τραγουδώντας
μας κόπιασες Άνοιξη
κρατώντας τ' αστέρι
κρατώντας το αγέρι
κρατώντας φιλί.

Και κραδαίνοντας
την ανυπομονησία
τον παραλογισμό
και την ασπλαχνιά
μας ήρθες.







ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ


Στην τελευταία ντυμένες μόδα
ωραίες,τρυφερές,χαριτωμένες,
με μύρα στολισμένες και με ρόδα
κυρίες ιδανικές κι εκλεπτυσμένες

τις φωτισμένες κοσμούν βιτρίνες
μεγάλων και λαμπρών καταστημάτων.
Ποτέ τους δεν ξαπλώνουνε σε κλίνες
ερώτων ή σ' ανάκλιντρα θανάτων-

για κείνες είναι ζωή τους όλη
μια στάση αυστηρά καθορισμένη'
κι ουτ' έχουνε ποτέ αργία ή σκόλη
ή ώρα για ξεκούραση δοσμένη'

Μον' όταν βράδυ τα φώτα σβύνουν
κι η Νύχτα με το Θάνατο φιλιούνται
εκείνες απαλά τα μάτια κλείνουν
και δίχως να τις βλέπουμε,κοιμούνται.




Η ΚΥΟΦΟΡΟΣ


Γι αυτήν
ξαφνικά όλα πιο μεστά είναι.Το Αϊδιο
όρμησε μέσα της σφιχτά κρατώντας όλα τα πρόσκαιρα
στα νοητά του χέρια και προετοιμαζόμενο
γι άλλη μια φορά
τις βαριές του ν' ανοίξει κουρτίνες.

Κολυμπώντας στο αίμα
και σε βελούδινους πάνω κροσσούς κοιμώντας
θα ενοικήσει εκεί
ώσπου σε μία γνώριμη να δεθεί μορφή-
που κιόλας απ' τους έξω είναι αναμενόμενη-
γνώριμη τόσο που προτού
με όλες τις ιδιοτυπίες της φανεί
καλυπτήρια έκτυπα του σώματος και των μελών της
η κυοφόρος ετοιμάζει.

Και από τα μέσα της μαστορέματα ζάλη μόνο
από την Αντίθετη -ορεία θα νιώθει
και θα εμέσσει από το Αδιαχώρητο
που κι αυτά όμως
λέγοντας απλά "είμαι έγκυος"
σαν δήθεν επαϊουσα
θ' αντιπερνά.




ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΑΣ


Οι ποιητές μας παίρνουν τη ζωή και τη σκαλίζουνε
και τη διϋλίζουνε...την κοσκινίζουνε...την αναλύουν...
και βρίσκουν μέσα της μονάχα πίτουρα
και περιττώματα...και σάπια φλούδια...

Ύστερα λίγο έκπληκτοι,όμως αποφασιστικά
παίρνουν απ΄το μπακάλικο χρυσές μπογιές κι αρώματα
και με πολλή πολλή επιμέλεια
ντύνουν τα πίτουρα χρυσάφι κι ευωδιές τη βρώμα.

Ας ειν' καλά' σ' ένα μασκάρεμα καθώς αυτό
οι ανεύθυνοι αρέσκονται-ο κόσμος όλος.

Ομως τ' Ωραίο
το Ιδανικό
το Αληθινό
το Απροσποίητο
βρίσκεται-απροσπέλαστο γι αυτούς-
στον άλλο πόλο.






ΣΠΙΘΑ

Έχω ένα σκυλί.Μες στον κόσμο αυτόν
τον εχθρό και το σάπιον
έχω κάποιον

Σα με δει κουνά
χαρωπά
την ουρά του.

Αν φανεί ντορής
ρίχνει ευθύς
τ' αυτιά κάτου.

Κόττα ή πουλί
σε βολή
δεν αφήνει

κι "έλα" σαν του πω
τρέχει εδώ
με βιασύνη.

Βόλτα όταν πεζοί
οι δυο μαζί
κάπου πάμε

γλώσσα ίδια μια
μοναχά
δε μιλάμε.

Μα αίσθησες και νους
με κοινούς
ρυθμούς τρέχουν

κι ούτε μια στιγμή
βαρετή
τα δυο έχουν.

Έχω ένα σκυλί.Μες στον κόσμο αυτόν
τον εχθρό κι το σάπιον
έχω κάποιον.







Ο ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ

Όταν του μιλούν απ' το πράθυρο
σαν να μιλούν σε νεκρόν είναι'
και σε αρρώστους ακόμα,αλλιώς
τις λέξεις-με απαίτηση-συλλαβίζουν.
Από σπλαχνιά μπορεί και να το κάνουν
για τους ίδιους
να μην του δώσουν την οδύνη τους να καταλάβει
που τόσα πράγματα τους λείπουν.

Εκείνος
θαρρετά τους κυττάζει
και ό,τι αυτοί θα 'θελαν
μ' εν' άπλωμα του χεριού του αυτός έχει.

Και όταν τον πληρώνουν
σαν έναν οβολό να του δίνουν είναι
για να τους περάσει απέναντι
στο δικό του βασίλειο.





ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Το φως του λαμπτήρα,ξάφνου,
την εξουσία του χάνει.
Φέγγει ακόμα,μα νιώθει
ο βασιλιάς έρχεται,και θαμπωμένο
μπρος του,αναπότρεπτα θα υποκλιθεί.

Θορυβώδη ποδοβολητά στρατιών ακτίνων
που από μακριά,γρήγορα φτάνουν,κάνουν να τρέμει
και πελιδνό να γίνεται κάθε αναμμένο.
Από το μέτωπο της φωτιάς,το στέμμα,
κατρακυλάει,ψυχρό κιόλας.

Λίγο ακόμα, και όλα θα νήχωνται
μέσα στην πηχτή, απρόσμενη
αστραφτερή θάλασσα, μέχρις ότου
η ξαφνική, παράλογη, κατοχή, πάψει,
και τ΄ αστέρια, το τρεμοφέγγισμα
και την ωχρότητά τους πάλι φανερώσουν.





Ν' ΑΓΚΑΛΙΑΖΑΝ


Πεύκων δάση, αγριοπούλια,
ψηλοκόρυφα βουνά,
λαμπροήλιε, αστέρια, πούλια,
χίλια θάματ' αυγινά,

λάλο ρυάκι,θεία δύση
άνοιξή μου γιορτινή,
φθινοπώρου εσύ μεθύσι,
καταγάλανοι ουρανοί,

τι κι αν είστε ωραία τόσο
είστε τόσο αλαργινά..
Α! Να γίνονταν ν' απλώσω
τα δυο χέρια τα ορφανά

και πιο τέλεια-και πιο πλέρια
να σας νιώσω-πιο βαθιά..
Α! Ν' αγκάλιαζαν τα χέρια
όσα χαίρεται η ματιά..



George Holiastos